ῥινοῦχος

ῥινοῦχος
ῥῑνοῦχος, , (
A

ῥίς 11

) sewer, Str.14.1.21, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρινούχος — ὁ, Α υπόγειος οχετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός «αγωγός, προεξοχή» + οῦχος* (< ἔχω)] …   Dictionary of Greek

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • ῥινούχους — ῥινού̱χους , ῥινοῦχος sewer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”